ΜΥΣΤΡΑΣ
Η ίδρυση του Μυστρά συνδέεται με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίζεται και η Πελοπόννησος παραχωρείται στη φράγκικη οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων.
Ήταν ο πρίγκηπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος αυτός που ίδρυσε το Μυστρά εγκαινιάζοντας μία ένδοξη και πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή έξι αιώνων. Το 1249 ο Φράγκος ηγεμόνας έκτισε στον λόφο του Μυζυθρά το περίφημο ομώνυμο κάστρο, το οποίο έμελλε πολύ σύντομα να εξελιχθεί σε μοναδική καστροπολιτεία και μία από τις σημαντικότερες υστεροβυζαντινές πόλεις.
Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, ο Φράγκος πρίγκιπας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Για την απελευθέρωσή του ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος απαιτεί ως λύτρα την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυζηθρά, τα οποία και παραδίδονται τρία χρόνια αργότερα, το 1262. Ο Μυστράς γίνεται έδρα βυζαντινού στρατηγού του «σεβαστοκράτορος» και από τότε άρχισε η κυρίως ιστορική περίοδός του, που διήρκεσε δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαίμονος έρχονται και εγκαθίστανται γύρω από το κάστρο, γι' αυτό και η κατοικημένη περιοχή, που ονομάζεται Χώρα οχυρώθηκε με τείχος. Συν τω χρόνω, δημιουργήθηκε και νέα συνοικία, έξω από το τείχος, που ονομάστηκε Kάτω Xώρα και προστατεύθηκε επίσης με τείχος.
Το 1289 η ''κεφαλή'', ο επαρχιακός διοικητής των βυζαντινών κτίσεων της Πελοποννήσου, μεταφέρει την έδρα του από τη Μονεμβασία στο Μυστρά. Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβάλλεται και οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές, ενώ το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο ''Δεσπότη'' τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄.
Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπό της τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1380/1-1407).
Η συνετή διοίκηση συνετέλεσε ώστε ο Μυστράς να επεκτείνει την εξουσία του σε όλη την Πελοπόννησο και να γίνει εστία της πολιτικής και πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας, καθώς και το κέντρο της αναγεννήσεως των γραμμάτων και των τεχνών. Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ' όλους, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους Δεσπότες του Μυστρά κατέχει οΚωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1443-1448), προτελευταίος στη σειρά Δεσπότης, ο οποίος, έχοντας διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ (1425-1448), θα σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.
Το 1460 ο Μυστράς θα παραδοθεί στον Μωάμεθ Β’ από τον τελευταίο Δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο. Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του Οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Μικρή διακοπή στη μακραίωνη τουρκική κατοχή αποτελεί η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1687 έως το 1715, περίοδο κατά την οποία όλη η Πελοπόννησος ήταν Ενετική.
Το 1770, κατά την επανάσταση του Ορλώφ, ένα μικρό στράτευμα Ελλήνων και Ρώσων πολιόρκησε την τουρκική φρουρά μέσα στο κάστρο. Τότε οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, αν και παραδόθηκαν με τον όρο να εξέλθουν με τις οικογένειές τους, κατά την έξοδό τους σφαγιάστηκαν από τους απείθαρχους Μανιάτες. Η σφαγή σταμάτησε μόνο χάρη στον τότε Μητροπολίτη που μπήκε στη μέση κρατώντας ένα σταυρό. Με τη λήξη των Ορλωφικών, ο Μυστράς καταστράφηκε από τους Τουρκαλβανούς που τον ανακατέλαβαν, και τότε άρχισε η οριστική πτώση.
Στην επανάσταση του 1821 η συμμετοχή του Μυστρά είναι σημαντική. Το 1825 λεηλατήθηκε από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και από τότε σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε και ιδρύθηκε ο νέος Μυστράς, το σημερινό ομώνυμο χωριό στους πρόποδες του λόφου. Με την ίδρυση του ελεύθερου κράτους, οι Αρχές της επαρχίας Λακωνίας εγκαταστάθηκαν στον ερειπωμένο Μυστρά, λίγο όμως αργότερα, το 1834 ο Βασιλιάς Όθων θεμελίωσε τη νέα πόλη, τη Σπάρτη, επί του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου που εκπονήθηκε στην Ελλάδα, μετά από αίτηση των κατοίκων του Μυστρά να επανασχεδιαστεί η πόλη της Σπάρτης. Ο σχεδιασμός είχε ήδη δρομολογηθεί από τον Ιωάννη Καποδίστρια πριν τη δολοφονία του. Από τότε ο Μυστράς ουσιαστικά ερημώνεται.
Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.
Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η ίδρυση του Μυστρά συνδέεται με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίζεται και η Πελοπόννησος παραχωρείται στη φράγκικη οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων.
Ήταν ο πρίγκηπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος αυτός που ίδρυσε το Μυστρά εγκαινιάζοντας μία ένδοξη και πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή έξι αιώνων. Το 1249 ο Φράγκος ηγεμόνας έκτισε στον λόφο του Μυζυθρά το περίφημο ομώνυμο κάστρο, το οποίο έμελλε πολύ σύντομα να εξελιχθεί σε μοναδική καστροπολιτεία και μία από τις σημαντικότερες υστεροβυζαντινές πόλεις.
Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, ο Φράγκος πρίγκιπας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Για την απελευθέρωσή του ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος απαιτεί ως λύτρα την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυζηθρά, τα οποία και παραδίδονται τρία χρόνια αργότερα, το 1262. Ο Μυστράς γίνεται έδρα βυζαντινού στρατηγού του «σεβαστοκράτορος» και από τότε άρχισε η κυρίως ιστορική περίοδός του, που διήρκεσε δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαίμονος έρχονται και εγκαθίστανται γύρω από το κάστρο, γι' αυτό και η κατοικημένη περιοχή, που ονομάζεται Χώρα οχυρώθηκε με τείχος. Συν τω χρόνω, δημιουργήθηκε και νέα συνοικία, έξω από το τείχος, που ονομάστηκε Kάτω Xώρα και προστατεύθηκε επίσης με τείχος.
Το 1289 η ''κεφαλή'', ο επαρχιακός διοικητής των βυζαντινών κτίσεων της Πελοποννήσου, μεταφέρει την έδρα του από τη Μονεμβασία στο Μυστρά. Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβάλλεται και οι στρατηγοί γίνονται μόνιμοι διοικητές, ενώ το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο ''Δεσπότη'' τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄.
Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπό της τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1380/1-1407).
Η συνετή διοίκηση συνετέλεσε ώστε ο Μυστράς να επεκτείνει την εξουσία του σε όλη την Πελοπόννησο και να γίνει εστία της πολιτικής και πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας, καθώς και το κέντρο της αναγεννήσεως των γραμμάτων και των τεχνών. Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ' όλους, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.
Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους Δεσπότες του Μυστρά κατέχει οΚωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1443-1448), προτελευταίος στη σειρά Δεσπότης, ο οποίος, έχοντας διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ (1425-1448), θα σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.
Το 1460 ο Μυστράς θα παραδοθεί στον Μωάμεθ Β’ από τον τελευταίο Δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο. Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του Οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Μικρή διακοπή στη μακραίωνη τουρκική κατοχή αποτελεί η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1687 έως το 1715, περίοδο κατά την οποία όλη η Πελοπόννησος ήταν Ενετική.
Το 1770, κατά την επανάσταση του Ορλώφ, ένα μικρό στράτευμα Ελλήνων και Ρώσων πολιόρκησε την τουρκική φρουρά μέσα στο κάστρο. Τότε οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, αν και παραδόθηκαν με τον όρο να εξέλθουν με τις οικογένειές τους, κατά την έξοδό τους σφαγιάστηκαν από τους απείθαρχους Μανιάτες. Η σφαγή σταμάτησε μόνο χάρη στον τότε Μητροπολίτη που μπήκε στη μέση κρατώντας ένα σταυρό. Με τη λήξη των Ορλωφικών, ο Μυστράς καταστράφηκε από τους Τουρκαλβανούς που τον ανακατέλαβαν, και τότε άρχισε η οριστική πτώση.
Στην επανάσταση του 1821 η συμμετοχή του Μυστρά είναι σημαντική. Το 1825 λεηλατήθηκε από τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ και από τότε σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε και ιδρύθηκε ο νέος Μυστράς, το σημερινό ομώνυμο χωριό στους πρόποδες του λόφου. Με την ίδρυση του ελεύθερου κράτους, οι Αρχές της επαρχίας Λακωνίας εγκαταστάθηκαν στον ερειπωμένο Μυστρά, λίγο όμως αργότερα, το 1834 ο Βασιλιάς Όθων θεμελίωσε τη νέα πόλη, τη Σπάρτη, επί του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου που εκπονήθηκε στην Ελλάδα, μετά από αίτηση των κατοίκων του Μυστρά να επανασχεδιαστεί η πόλη της Σπάρτης. Ο σχεδιασμός είχε ήδη δρομολογηθεί από τον Ιωάννη Καποδίστρια πριν τη δολοφονία του. Από τότε ο Μυστράς ουσιαστικά ερημώνεται.
Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.
Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
ΓΕΡΑΚΙ
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204, οι Φράγκοι έγιναν κύριοι εκτός άλλων περιοχών και της Πελοποννήσου, του Μωρέως, την οποία διαίρεσαν σε δώδεκα μεγάλες βαρονίες και τοπαρχίες. Μία απ΄ αυτές ήταν και το Γεράκι μαζί με την περιοχή του, όπου ανέλαβε επικεφαλής ο Γάλλος βαρόνος Γκυ ντε Νιβελέ(Guy de Nivelet) το 1209.
Ο Γκυ ντε Νιβελέ ή ο γιος του Ιωάννης έκτισε εκεί το κάστρο. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε. Το πιο πιθανό γύρω στο 1250.
Ο Νιβελέ είναι αυτός που ονόμασε το κάστρο «Γεράκι». Η πόλη ήταν γνωστή από την αρχαιότητα σαν «Γερόνθραι» και κατοικείτο συνεχώς από την Νεολιθική εποχή όπως αποδεικνύεται από ευρήματα της 4ης χιλιετίας π.Χ.
Το Γεράκι μαζί με το κάστρο του έμειναν μόνο 50 χρόνια στα χέρια των Φράγκων. Το 1262 αναγκάσθηκαν να το παραδώσουν στους Βυζαντινούς μαζί με τα κάστρα της Μονεμβασίας, του Μυστρά και της Μάνης σαν λύτρα για την απελευθέρωση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου και των άλλων βαρόνων και ιπποτών, οι οποίοι στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι από τους Βυζαντινούς.
Μετά την ανάκτησή του από τους Βυζαντινούς, το Γεράκι φαίνεται ότι σημείωσε νέα περίοδο κοινωνικής και θρησκευτικής ακμής. Γι’ αυτό συναντάει κανείς εγκατεστημένες στην περιοχή οικογένειες με σπουδαιοφανείς τίτλους και μεγάλα ονόματα
Οι Βυζαντινοί κράτησαν το Γεράκι 200 χρόνια. Το 1460 όμως ο Μυστράς μαζί με την υπόλοιπη Λακωνία (και το Γεράκι), εκτός από τη Μονεμβασία, περιήλθαν στα χέρια των Τούρκων, των οποίων ηγήθηκε ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Κατακτητής.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1463, το Κάστρο του Γερακίου καταλήφθηκε από τους Βενετούς, αλλά έμεινε κάτω από την κυριαρχία τους μόνο πέντε χρόνια και το 1468 πέρασε πάλι στα χέρια των Τούρκων.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κτίστηκαν μέσα στο κάστρο και στη γύρω περιοχή και άλλοι ναοί.
Το κάστρο εγκαταλείφθηκε σχετικά νωρίς, κάπου τον 15ο ή τον 16ο αιώνα, οπότε το Γεράκι μεταφέρθηκε στη θέση του σημερινού οικισμού και αποτέλεσε κεφαλοχώρι της ενετοκρατούμενης και τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204, οι Φράγκοι έγιναν κύριοι εκτός άλλων περιοχών και της Πελοποννήσου, του Μωρέως, την οποία διαίρεσαν σε δώδεκα μεγάλες βαρονίες και τοπαρχίες. Μία απ΄ αυτές ήταν και το Γεράκι μαζί με την περιοχή του, όπου ανέλαβε επικεφαλής ο Γάλλος βαρόνος Γκυ ντε Νιβελέ(Guy de Nivelet) το 1209.
Ο Γκυ ντε Νιβελέ ή ο γιος του Ιωάννης έκτισε εκεί το κάστρο. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε. Το πιο πιθανό γύρω στο 1250.
Ο Νιβελέ είναι αυτός που ονόμασε το κάστρο «Γεράκι». Η πόλη ήταν γνωστή από την αρχαιότητα σαν «Γερόνθραι» και κατοικείτο συνεχώς από την Νεολιθική εποχή όπως αποδεικνύεται από ευρήματα της 4ης χιλιετίας π.Χ.
Το Γεράκι μαζί με το κάστρο του έμειναν μόνο 50 χρόνια στα χέρια των Φράγκων. Το 1262 αναγκάσθηκαν να το παραδώσουν στους Βυζαντινούς μαζί με τα κάστρα της Μονεμβασίας, του Μυστρά και της Μάνης σαν λύτρα για την απελευθέρωση του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου και των άλλων βαρόνων και ιπποτών, οι οποίοι στη μάχη της Πελαγονίας το 1259 είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι από τους Βυζαντινούς.
Μετά την ανάκτησή του από τους Βυζαντινούς, το Γεράκι φαίνεται ότι σημείωσε νέα περίοδο κοινωνικής και θρησκευτικής ακμής. Γι’ αυτό συναντάει κανείς εγκατεστημένες στην περιοχή οικογένειες με σπουδαιοφανείς τίτλους και μεγάλα ονόματα
Οι Βυζαντινοί κράτησαν το Γεράκι 200 χρόνια. Το 1460 όμως ο Μυστράς μαζί με την υπόλοιπη Λακωνία (και το Γεράκι), εκτός από τη Μονεμβασία, περιήλθαν στα χέρια των Τούρκων, των οποίων ηγήθηκε ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Κατακτητής.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1463, το Κάστρο του Γερακίου καταλήφθηκε από τους Βενετούς, αλλά έμεινε κάτω από την κυριαρχία τους μόνο πέντε χρόνια και το 1468 πέρασε πάλι στα χέρια των Τούρκων.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κτίστηκαν μέσα στο κάστρο και στη γύρω περιοχή και άλλοι ναοί.
Το κάστρο εγκαταλείφθηκε σχετικά νωρίς, κάπου τον 15ο ή τον 16ο αιώνα, οπότε το Γεράκι μεταφέρθηκε στη θέση του σημερινού οικισμού και αποτέλεσε κεφαλοχώρι της ενετοκρατούμενης και τουρκοκρατούμενης Πελοποννήσου.
ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
Ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου το 583, όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έψαχναν να βρουν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων.
Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στα νοτιοανατολικά, σε τόπο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, που επιπλέον διαθέτει και το προνόμιο να αποτελεί καίριο παρατηρητήριο για όσα καράβια διαπλέουν το Μυρτώο πέλαγος.
Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε απολύτως καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Το λιμάνι της πόλης ήταν διπλό, στα βόρεια και τα νότια της γέφυρας που ένωνε τη βραχώδη χερσόνησο με την απέναντι στεριά. Από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, με το άπλωμα του οικισμού σε όλο το βράχο.
Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Ιντριζί στα μέσα του 12ου αιώνα η πόλη διέθετε ψηλό τείχος, ενώ λίγο αργότερα έγινε έδρα Μητρόπολης. Τότε το κάστρο ενισχύθηκε τόσο, ώστε έγινε οχυρό που αντιστάθηκε σθεναρά σε όσους το επιβουλεύτηκαν, όπως στον Ρογήρο Β’, βασιλιά των Νορμανδών, το 1147, και στον Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο , έναν αιώνα μετά, στις δυνάμεις του οποίου τελικά υπέκυψε το 1248, μετά τον αποκλεισμό των Φράγκων πολιορκητών και ικανές διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση παλαιότερων προνομίων των κατοίκων.
Η πόλη, ωστόσο, επέστρεψε στους Βυζαντινούς το 1262, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Μεγάλης Μαΐνης, με τη συνθήκη που ακολούθησε τη συμφωνία μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Τότε η Μονεμβασία έγινε βάση του Βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη εδαφών της Πελοποννήσου.
Με χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β’ και Ανδρονίκου Γ’ παραχωρήθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια που εξασφάλιζαν ατέλεια στα προϊόντα της Μονεμβασίας, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, χωρίς υποχρεώσεις δασμών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο και έδρα μεγάλης ναυτικής και εμπορικής κίνησης.
Οι Μονεμβασίτες αναφέρονται ως πλοιοκτήτες ή ναυτικοί, έμποροι, αλλά και πειρατές. Στα προϊόντα που εμπορεύονταν συγκαταλέγονται είδη όπως πρινοκκόκκι και κοξινέλα (έντομα από τα οποία παρασκευάζεται, μετά από ειδική κατεργασία, κόκκινο χρώμα για βαφές υφασμάτων), μετάξι, παστά, δέρματα, ζώα, λάδι, κρασί, αλλά και δούλοι. Άλλοι κάτοικοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, τη ναυπηγική, καθώς και τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δραστηριοποιούνταν στην απέναντι στεριά, από το Γέρακα ως τον Άγιο Φωκά, με ένα δίκτυο υποστατικών και μικρών οικισμών που έλεγχαν δρόμους και διαβάσεις και επικοινωνούσαν με πύργους και σκάλες που αναπτύχθηκαν στην ακτή. Φημισμένο ήταν τόσο το λάδι, όσο και το κρασί της περιοχής, το οποίο αργότερα ονοματίστηκε από τη Βενετσιάνικη παραφθορά του ονόματος της πόλης: «Μαλβαζία». Έξω από τα τείχη υπάρχουν ίχνη εγκαταστάσεων βυρσοδεψίας (στα «Ταμπάκικα»), ενώ στην απέναντι στεριά υπάρχουν διάσπαρτοι ληνοί, καθώς και λατομεία πωρόλιθου στον Άγιο Φωκά.
Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε από το 1394, όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’, αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς. Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β’ Ενετοκρατίας (1690-1715), η πόλη κατέληξε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και απέβη πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας. Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά από τον οπλαρχηγό Τζανετάκη Γρηγοράκη.
Ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου το 583, όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έψαχναν να βρουν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων.
Η πόλη φαίνεται ότι αρχικά ιδρύθηκε στο ψηλότερο πλάτωμα της κορυφής και αργότερα επεκτάθηκε στα νοτιοανατολικά, σε τόπο ομαλό, απάνεμο και αθέατο από την πελοποννησιακή ακτή, που επιπλέον διαθέτει και το προνόμιο να αποτελεί καίριο παρατηρητήριο για όσα καράβια διαπλέουν το Μυρτώο πέλαγος.
Ο οικισμός, αν και δεν διέθετε απολύτως καμία πηγή νερού, αναδείχθηκε σε ναυτικό και εμπορικό σταθμό για τους θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου. Το λιμάνι της πόλης ήταν διπλό, στα βόρεια και τα νότια της γέφυρας που ένωνε τη βραχώδη χερσόνησο με την απέναντι στεριά. Από τα μέσα του 10ου αιώνα η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, με το άπλωμα του οικισμού σε όλο το βράχο.
Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Ιντριζί στα μέσα του 12ου αιώνα η πόλη διέθετε ψηλό τείχος, ενώ λίγο αργότερα έγινε έδρα Μητρόπολης. Τότε το κάστρο ενισχύθηκε τόσο, ώστε έγινε οχυρό που αντιστάθηκε σθεναρά σε όσους το επιβουλεύτηκαν, όπως στον Ρογήρο Β’, βασιλιά των Νορμανδών, το 1147, και στον Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο , έναν αιώνα μετά, στις δυνάμεις του οποίου τελικά υπέκυψε το 1248, μετά τον αποκλεισμό των Φράγκων πολιορκητών και ικανές διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση παλαιότερων προνομίων των κατοίκων.
Η πόλη, ωστόσο, επέστρεψε στους Βυζαντινούς το 1262, μαζί με τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Μεγάλης Μαΐνης, με τη συνθήκη που ακολούθησε τη συμφωνία μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259). Τότε η Μονεμβασία έγινε βάση του Βυζαντινού στόλου για την ανακατάληψη εδαφών της Πελοποννήσου.
Με χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β’ και Ανδρονίκου Γ’ παραχωρήθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια που εξασφάλιζαν ατέλεια στα προϊόντα της Μονεμβασίας, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της, χωρίς υποχρεώσεις δασμών στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Έτσι, η πόλη αναδείχθηκε σε σημαντικό διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο και έδρα μεγάλης ναυτικής και εμπορικής κίνησης.
Οι Μονεμβασίτες αναφέρονται ως πλοιοκτήτες ή ναυτικοί, έμποροι, αλλά και πειρατές. Στα προϊόντα που εμπορεύονταν συγκαταλέγονται είδη όπως πρινοκκόκκι και κοξινέλα (έντομα από τα οποία παρασκευάζεται, μετά από ειδική κατεργασία, κόκκινο χρώμα για βαφές υφασμάτων), μετάξι, παστά, δέρματα, ζώα, λάδι, κρασί, αλλά και δούλοι. Άλλοι κάτοικοι ασχολούνταν με τις οικοδομικές εργασίες, τη ναυπηγική, καθώς και τη γεωργία και την κτηνοτροφία και δραστηριοποιούνταν στην απέναντι στεριά, από το Γέρακα ως τον Άγιο Φωκά, με ένα δίκτυο υποστατικών και μικρών οικισμών που έλεγχαν δρόμους και διαβάσεις και επικοινωνούσαν με πύργους και σκάλες που αναπτύχθηκαν στην ακτή. Φημισμένο ήταν τόσο το λάδι, όσο και το κρασί της περιοχής, το οποίο αργότερα ονοματίστηκε από τη Βενετσιάνικη παραφθορά του ονόματος της πόλης: «Μαλβαζία». Έξω από τα τείχη υπάρχουν ίχνη εγκαταστάσεων βυρσοδεψίας (στα «Ταμπάκικα»), ενώ στην απέναντι στεριά υπάρχουν διάσπαρτοι ληνοί, καθώς και λατομεία πωρόλιθου στον Άγιο Φωκά.
Η αρχή της ύφεσης και της τελικής κατάρρευσης άρχισε από το 1394, όταν Οθωμανική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460, υπό την απειλή των Οθωμανών, οι Μονεμβασίτες ζήτησαν να τεθούν κάτω από την προστασία του Πάπα Πίου του Β’, αλλά στα τέλη του 1463 παρέδωσαν την πόλη στους Βενετούς. Από το 1540 μέχρι το 1690 διαρκεί η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας και μετά το σύντομο διάλειμμα της Β’ Ενετοκρατίας (1690-1715), η πόλη κατέληξε στην οριστική κυριαρχία των Οθωμανών και απέβη πρωτεύουσα του βιλαετιού της ανατολικής Λακωνίας. Το 1821 η Μονεμβασία ελευθερώθηκε πρώτη μεταξύ των οχυρών του Μοριά από τον οπλαρχηγό Τζανετάκη Γρηγοράκη.